• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
private practice n (profession: independent)ιδιωτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ
  (γιατρός)ιδιωτικό ιατρείο επίθ + ουσ ουδ
  (είδος σχέσης εργασίας)ιδιωτικό επάγγελμα επίθ + ουσ ουδ
 My doctor no longer works at that big clinic; he has gone into private practice.
private practice n (freelance work)ιδιωτεύω ρ αμ
  (κατά λέξη)ιδιωτικό επάγγελμα επίθ + ουσ ουδ
 If you become a Certified Public Accountant, you can do private practice.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση private practice στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «private practice».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!